- μετάβολος
- μετάβολος, -ον (ΑM)μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολοναντίγραφο|| αρχ.1. μεταβλητός, ευμετάβλητος («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς ἄλλοτε ἄλλως», Πλούτ.)2. αυτός που πωλεί λειανικά (α. «ἱματιοπῶλαι μετάβολον» β. «μεταβόλων ἁλιέων»)3. το αρσ. ως ουσ. ὁ μετάβολοςμεταπράτης, μεταπωλητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -βολος (< βάλλω), πρβλ. κατά-βολος, παρά-βολος].
Dictionary of Greek. 2013.